- χαλαζιά
- η, Νβοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού νεροσέλινο.[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < χαλάζι + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαζιᾷ — χαλαζιάω suffer from pres subj mp 2nd sg χαλαζιάω suffer from pres ind mp 2nd sg (epic) χαλαζιάω suffer from pres subj act 3rd sg χαλαζιάω suffer from pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάζια — χαλάζιον trichinosis neut nom/voc/acc pl χαλάζιος full of knots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζίας — χαλαζίᾱς , χαλαζίας masc acc pl χαλαζίᾱς , χαλαζίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) χαλαζίᾱς , χαλαζιάω suffer from imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
γεώδες — Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει… … Dictionary of Greek
γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek
αιλουρόφθαλμος — Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο… … Dictionary of Greek
αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… … Dictionary of Greek